- σκιουρόπτερος
- ο, Νζωολ. ο ιπτάμενος σκίουρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sciuropterus (< σκίουρος + πτερό)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… … Dictionary of Greek